- Λυσίου
- Λυσίαςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυσίου — λύσιος releasing masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευστομία — η (ΑΜ εὐστομία Α και εὐστομίη) [εύστομος] καλλιέπεια, ευφράδεια, ευγλωττία («φυσική τις ἐπιτρέχει τοῑς Λυσίου λόγοις εὐστομία καὶ χάρις», Διον. Αλ.) αρχ. 1. γλυκό κελάηδημα 2. (για τροφή) καλή γεύση, νοστιμιά 3. δεξιοτεχνία στην αυλητική … Dictionary of Greek
σηκός — Το μέρος του αρχαίου ελληνικού ναού όπου τοποθετούσαν το άγαλμα του θεού. Λέγεται επίσης και το κοίλωμα τοίχου για την τοποθέτηση αγάλματος. Με τον όρο σ. εξυπονοείται και ο κυρίως ναός. Στους αρχαίους ναούς ο σ. χωριζόταν σε δύο μέρη… … Dictionary of Greek
τύπος — Στα μαθηματικά είναι η συμβολική γραφή που εκφράζει κάποια σχέση ισότητας ή ανισότητας, ή είναι η έκφραση ενός μεγέθους σε συνάρτηση άλλων μεγεθών κλπ. Με τη γενική αυτή έννοια, ο τ. παριστάνει με διάφορα σύμβολα μια μαθηματική πρόταση.… … Dictionary of Greek
φιλόλογος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας, ένας από τους εβδομήντα μαθητές του Ιησού, τον οποίο αναφέρει ο απόστολος Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή του (στ 15). Κατά την παράδοση, χειροτονήθηκε επίσκοπος της Σινώπης του Πόντου από τον απόστολο… … Dictionary of Greek